- ανακοινώνομαι
- ανακοινώνομαι, ανακοινώθηκα, ανακοινωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
προσέκκειμαι — Α κοινοποιούμαι επιπροσθέτως («τὴν προσεκκειμένην ἀγορὰν τοῡ οἴνου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκκεῖμαι «ανακοινώνομαι, κοινοποιούμαι»] … Dictionary of Greek